ἐπιφοίτησιν

ἐπιφοίτησιν
ἐπιφοίτησις
a coming upon
fem acc sg
ἐπιφοιτάω
come habitually
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευωδοποιός — εὐωδοποιός, όν (Α) (μτφ. για το Άγιο Πνεύμα) αυτός που καθιστά κάτι ευώδες («εὐωδοποιὸν ἐπιφοίτησιν, Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευώδης + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”